- οστρειωδης
- ὀστρειώδηςὀστρει-ώδης2покрытый скорлупой или раковиной Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οστρειώδης — ὀστρειώδης, ῶδες (Α) βλ. οστρεώδης … Dictionary of Greek
οστρεώδης — ες (Α ὀστρεώδης και ὀστρειώδης, ῶδες) [όστρεον] αυτός που μοιάζει με όστρεο, οστρεοειδής … Dictionary of Greek